Επτά θέσεις για τη λιτότητα

Γιάννης Μηλιός

Στο London School of Economics

Επτά θέσεις για τη λιτότητα1

1. Η λιτότητα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του νεοφιλελευθερισμού. Στην επιφάνεια, λειτουργεί ως στρατηγική για τη μείωση του επιχειρηματικού κόστους: Μειώνει το κόστος εργασίας του ιδιωτικού τομέα, αυξάνει τα κέρδη ανά μονάδα κόστους (εργασίας) και ως εκ τούτου αυξάνει το ποσοστό κέρδους. Συμπληρώνεται από την οικονομία στη χρήση «υλικού κεφαλαίου» και από θεσμικές αλλαγές που ενισχύουν αφενός την κινητικότητα και τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων και αφετέρου την ισχύ των διευθυντών στο εσωτερικό της επιχείρησης και των κατόχων χρηματοπιστωτικών τίτλων στο εσωτερικό της κοινωνίας. Όσον αφορά τη δημοσιονομική εξυγίανση, η λιτότητα δίνει προτεραιότητα σε περικοπές δημοσίων δαπανών που σημαίνουν συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, με παράλληλη μείωση των φόρων επί του κεφαλαίου, αλλά και σταδιακή εξαφάνιση της όποιας προοδευτικότητας στον φόρο εισοδήματος.

2. Ωστόσο, αυτό που αποτελεί κόστος για την καπιταλιστική τάξη, συνιστά το βιοτικό επίπεδο της εργαζόμενης πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αυτό ισχύει και για το κράτος πρόνοιας, του οποίου οι υπηρεσίες μπορούν να θεωρηθούν ως μορφή «κοινωνικού μισθού».

3. Είναι σαφές λοιπόν ότι η λιτότητα αποτελεί πρωτίστως μια ταξική πολιτική: Προωθεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου έναντι εκείνων των μισθωτών, επαγγελματιών, συνταξιούχων, και άλλων ευάλωτων ομάδων. Σε μακροπρόθεσμη βάση στοχεύει στη δημιουργία ενός μοντέλου εργασίας με λιγότερα δικαιώματα και μικρότερη κοινωνική προστασία, με χαμηλούς και ευέλικτους μισθούς και την απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής διαπραγματευτικής ισχύος για τους μισθωτούς.

4. Η θεσμική διάρθρωση της ζώνης του ευρώ (ΖτΕ) ενισχύει σκόπιμα τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν λειτουργεί ως δανειστής τελευταίας καταφυγής για τις χώρες-μέλη της (δεν δανείζει άμεσα τα κράτη-μέλη της ΖτΕ). Με τον τρόπο αυτό τα κράτη-μέλη της ΖτΕ εκθέτουν σκόπιμα τον εαυτό τους σε χρηματοπιστωτικό κίνδυνο, με βάση τον κανόνα ότι οι κρατικές πολιτικές πρέπει πάντα να «αξιολογούνται» από τις αγορές και να έχουν την έγκρισή τους, δηλαδή να εκφράζουν τα συμφέροντα των αγορών. Έχοντας πολιτικά συνομολογήσει ότι δεν «επιτρέπεται» να δανείζονται άμεσα από την ΕΚΤ, τα κράτη-μέλη της ΖτΕ γνώριζαν εξαρχής ότι, σε μια συγκυρία δημοσιονομικής δυσχέρειας, για να έχουν την αναγκαία ρευστότητα ώστε να αποπληρώνουν τους κατόχους των κρατικών ομολόγων τους, θα έπρεπε να περικόψουν κοινωνικές δαπάνες. Οι κυβερνώσες ελίτ όλων των χωρών της ΖτΕ είχαν, επομένως, από κοινού αποφασίσει να εκμεταλλευτούν τις κρίσεις ως μέσα για την περαιτέρω ενίσχυση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

5. Η πλειοψηφία της κοινωνίας θα είναι πάντα αντίθετη προς τη συρρίκνωση των μισθών και την επέκταση της επισφαλούς απασχόλησης, τον εκφυλισμό και τη συρρίκνωση των δημόσιων-κοινωφελών υπηρεσιών, που αυξάνουν το κόστος της εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης. Θα αντιλαμβάνεται πάντα την «κρίση της εργασίας» (δηλαδή την ανεργία, την κατάργηση δικαιωμάτων, την επισφαλή και υποαμειβόμενη εργασία, κλπ.) ως μια κοινωνική ασθένεια που πρέπει να αντιμετωπιστεί καθαυτή, όχι ως μελλοντικό παρεπόμενο της ανάκαμψης των κερδών.

6. Το εσωτερικό της επιχείρησης αποτελεί ένα πεδίο ανταγωνιστικών συμφερόντων. Όπως σχολίαζε ο Καρλ Μαρξ, σχετικά με τα όρια της εργάσιμης ημέρας: «Ο κεφαλαιοκράτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν αγοραστής, όταν προσπαθεί να μεγαλώσει όσο γίνεται την εργάσιμη ημέρα […] Από την άλλη πλευρά, […] ο εργάτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν πωλητής όταν προσπαθεί να περιορίσει την εργάσιμη ημέρα […]. Επομένως έχουμε εδώ, μια αντινομία, δίκαιο ενάντια σε δίκαιο […]. Και ανάμεσα σε δύο ίσα δίκαια αποφασίζει η βία» (Το Κεφάλαιο, τ. 1, σ. 246). Η συνέχιση ή μη της λιτότητας είναι ένα ζήτημα που θα κριθεί από τον κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων. Εάν η λιτότητα συνεχιστεί, το ευρωπαϊκό «κοινωνικό μοντέλο» θα μείνει στην ιστορία ως ένα κακόγουστο αστείο.

7. Πέρα από ορισμένα όρια, η υπαγωγή όλων των όψεων της κοινωνικής ζωής στην αχαλίνωτη λειτουργία των αγορών και στον καταναγκασμό της μεγιστοποίησης του κέρδους, μπορεί να λειτουργήσει ως «πολιτικός κίνδυνος», αφού αυξάνει τις πιθανότητες για ανεξέλεγκτες κοινωνικές εκρήξεις. Όπως υποστήριξε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ στην ομιλία του στη Νέα Υόρκη, στις 31/10/1936: «Γνωρίζουμε τώρα ότι μια κυβέρνηση του οργανωμένου χρήματος είναι εξίσου επικίνδυνη με μια κυβέρνηση του οργανωμένου όχλου». Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι υπάρχει εναλλακτική λύση στη λιτότητα και το νεοφιλελευθερισμό. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο πρέπει και μπορεί να επανιδρυθεί, οι κοινωνικές ανάγκες πρέπει να αποκτήσουν προτεραιότητα έναντι του «οργανωμένου χρήματος»!

1 Βασικά σημεία ομιλίας στο London School of Economics στις 30/4/2015, στην εκδήλωση με θέμα “Is Austerity Winning the Argument on Euro-Zone Recovery?” και διοργανωτές το Hellenic Observatory και την Hellenic Bankers Association. Εισηγητές, πέρα από τον υποφαινόμενο, οι Paul Mason, Holger Schmieding,  και Μιράντα Ξαφά.

Comments are closed.